- επιστολογραφικός
- η , ό[ν] относящийся к переписке, корреспонденции
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιστολογραφικός — ή, ό (ΑΜ ἐπιστολογραφικός, ή, όν) [επιστολογράφος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολογραφία ή στον επιστολογράφο 2. το θηλ. ως ουσ. η επιστολογραφική η τέχνη τού να γράφει κανείς επιστολές ή επιστολογραφία … Dictionary of Greek
επιστολογραφικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολογραφία ή τον επιστολογράφο. 2. το θηλ. ως ουσ., επιστολογραφική η επιστολογραφία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιστολογραφικῶν — ἐπιστολογραφικός used in writing letters fem gen pl ἐπιστολογραφικός used in writing letters masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστολογραφικήν — ἐπιστολογραφικός used in writing letters fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)